- ενναέτης
- (I)ἐνναέτης, -ες (θηλ. ἐνναέτις, ιων. τ. εἰναέτις) (Α)1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών2. (επικ. ουδ. ως επίρρ.) ἐννάετεςεπί εννέα χρόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ενFα- (βλ. εννέα) + -ετης < έτος].————————(II)ἐνναέτης, ο (θηλ. ἐνναέτις) (Α) [ενναίω]ένοικος, εγκάτοικος.
Dictionary of Greek. 2013.